- “Σαν να χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κ΄οι καϋμοί του κόσμου”
“Η πλουτοκρατία γεννά την αδικίαν, αυτή τρέφει την κακουργίαν, φθείρει σώματα και ψυχάς, παράγει την κοινωνικήν σεπηδόνα”. “Για να αποκτήσει κανείς γρόσια ..πρέπει να φάη σπίτια, να καταπιή χωράφια, να βουλιάξη καράβια”.
Φράσεις όχι κάποιου επαναστατημένου πνεύματος, μιας εξεγερμένης κοινωνικά συνείδησης αλλά ενός σκεπτόμενου λαικού ανθρώπου με ένα εν κρυπτώ ταξικό ένστικτο.
Και πώς αλλιώς, αφού ο Σκιαθίτης “άγιος των ελληνικών γραμμάτων”, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης από παιδί γνώρισε τη στέρηση κι έζησε ως τα στερνά του μέσα στην ένδεια, μοναχικός, αδιάφορος για τα υλικά αγαθά, τα χρήματα και την κοινωνική ένταξη, αποφεύγοντας το συγχρωτισμό με τους πολλούς, συχνάζοντας σε φτωχά καπηλειά και τρώγοντας σε μπακάλικα επί πιστώσει. Σ αυτούς τους χώρους παρατηρούσε τους ανθρώπους και τις συμπεριφορές τους, γνώριζε τις πίκρες τους και τους καημούς τους. Ζούσε με τους λαϊκούς ανθρώπους κι έγραφε γι αυτούς.
Μόνο γι αυτούς και τη βασανισμένη τη ζωή τους. Απλοί άνθρωποι με τις αγωνίες και τις προσδοκίες τους, με τα πάθη και το ριζικό τους που υφαίνονταν από κοινωνικές συνθήκες σκληρές και άδικες πάνω στις οποίες αυτοί οι φτωχοί και ταπεινοί πώς θα μπορούσαν να παρέμβουν και να τις αλλάξουν; Συμπονετικός, γεμάτος κατανόηση κι αγάπη γι αυτούς τους αδικημένους της ζωής αρνιόνταν να τους κρίνει και να τους καταδικάσει για τις αδυναμίες, τις κακίες και τα ελαττώματά τους ακόμα και για τις ακραίες τους παρεκτροπές. Γερόντισσες, μανάδες,χήρες, παιδία και κοράσια, νέες θελκτικές, έφηβοι ονειροπόλοι, μεροκαματιάρηδες κι αλαφροΐσκιωτοι, ψαράδες και βοσκοί, ολόκληρος ο νησιώτικος μικρόκοσμος παρέλασε μέσα στα διηγήματά του με μια φύση πανταχού παρούσα ζωγραφισμένη με ολόδροσες ποιητικές εικόνες του σκιαθίτικου θαλασσινού τοπίου, ειδυλλιακές ποιμενικές σκηνές, ξωκλήσια και μοναστήρια.
Ένα λογοτεχνικό σύμπαν, που ταξιδεύεται μ' έναν λόγο ιδιότυπο, μοναδικά προσωπικό, με μία γλώσσα λόγια και δημοτική συνάμα, που αντλεί αποθησαυρισμένα στοιχεία απ' όλη τη διαχρονική της πορεία. Τα έργα του ποτέ δεν τα είδε να τυπώνονται σε βιβλία όσο ζούσε γιατί “ δεν έγραφε για να κατασκευάζει βιβλία αλλά για να τα γράφει, για να δίνει μορφή στα όνειρά του”, σημειώνει ο Κονδυλάκης. Κι έχει δίκιο, γιατί ο Παπαδιαμάντης διάλεξε να βαδίσει το δύσκολο δρόμο της πνευματικής προσφοράς στον πολιτιστικό πλούτο του λαού του αρνούμενος συνειδητά να εξαργυρώσει αυτήν του την προσφορά στο χρηματιστήριο των αστικών σαλονιών της εποχής του. Με την πένα του στηλιτεύει τα αστικά ήθη, ξεσκεπάζει “..τους τοκογλύφους, αιματοφάγους, πολιτικάντηδες, ρουσφετολόγους, λαοπλάνους, τυχοδιώκτες” αναγνωρίζοντας “ότι αφότου ηλευθερώθημεν, .μετηλλάξαμεν τυράννους..”
Στις 3 του Γενάρη του 1911 , λίγες ώρες μετά το ξημέρωμα, αυτός ο μεγάλος των γραμμάτων μας, για τον οποίο δίκαια υπενθυμίζει και προτρέπει ο Ελύτης στο “ Αξιον Εστί” : “ Όπου και να σας βρίσκει το κακό, όπου και να θολώνει ο νους σας, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό, μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη” άφησε στο αγαπημένο του νησί την τελευταία του πνοή. Στην προτομή που στήθηκε για να τον τιμήσουν γράφτηκαν τα λόγια του, απ΄ το “ Μοιρολόγι της Φώκιας”, που μένουν πάντα βασανιστικά επίκαιρα “Σαν να 'χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κι οι καϋμοί του κόσμου”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου