λογοτεχνία, βιβλίο, συγγραφείς, εφημερίδες
Ο Αλέξης Ζήρας είναι ένας από τους σημαντικότερους Ελληνες κριτικούς λογοτεχνίας. Το όνομά του είναι συνδεδεμένο με τα πιο αξιόλογα πράγματα που έχουν γίνει σε ιστορικά περιοδικά λογοτεχνίας και εφημερίδες από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα. Η υπογραφή του κάτω από μια κριτική αναμένεται πάντα από τους ανθρώπους του χώρου με μεγάλο ενδιαφέρον.
Είναι μεγάλη η χαρά γι’ αυτή τη συνέντευξη, γιατί είχα την ευκαιρία να τον ρωτήσω για πρόσωπα και καταστάσεις που διαμόρφωσαν τα λογοτεχνικά πράγματα στην Ελλάδα σε ιστορικές περιόδους και, επίσης, να τον γνωρίσω λίγο καλύτερα.
Οσα χωρούν μοιραζόμαστε εδώ μαζί σας.
● Εχετε διατηρήσει ένα χαμηλό προφίλ. Συμφωνείτε με κάτι σαν αυτό που έλεγε ο Αριστοτέλης, ότι ο κριτικός πρέπει να έχει μια συγκεκριμένη συμπεριφορά στην κοινωνία;
Αν συμφωνήσουμε ότι χαμηλό δεν σημαίνει μη παρεμβατικό, ναι, δεν μ’ αρέσει η επιβολή. Ιδιοσυγκρασιακά εννοώ. Από την ιδιοσυγκρασία μας άλλωστε ξεκινούν όλα.
Ερχομαι από μια εποχή που οι επιβολές είχαν φτιάξει ολόκληρο δίχτυ γύρω μας. Η αλαζονεία της Δεξιάς, η ιεροεξεταστική μέγκενη της Αριστεράς!
Να σας πω κάτι: ο μόνος τρόπος για να τα βγάλεις πέρα με τις επιβολές και να είσαι ο εαυτός σου είναι το γέλιο. Θέλω να πω, να διακωμωδήσεις ό,τι είναι αφύσικο, ψεύτικο, πομπώδες. Κι ας μοιάζει σοβαρό.
Η διακωμώδηση είναι η υπέρτατη κριτική πράξη. Θα σας φανεί παράξενο, αλλά καμιά φορά, όχι πολύ συχνά, τυχαίνει και διασκεδάζω με όσα γράφω, σαν να κερδίζω ή σαν να συμμετέχω σ’ ένα παιχνίδι εναντίον της σοβαροφάνειας της λογοτεχνίας. Γιατί η λογοτεχνία μας είναι πνιγμένη στη σοβαροφάνεια... Ε, τότε, αισθάνομαι ικανοποιημένος, πως κάτι κατάφερα.
● Πού γεννηθήκατε;
Στην Αθήνα, στα τέλη του ’45, πάνω από την πλατεία του Γκύζη. Ημουν ένα παιδί του ορίου, γεννήθηκα ανάμεσα στη λήξη του πολέμου και στο ξεκίνημα του Εμφυλίου.
Φαίνεται, όμως, ότι γενικότερα υπήρξε αυξημένη σπορά την ίδια εποχή! Οι άνθρωποι πρέπει να είχαν κυριευθεί από τη χαρά της επιβίωσης, γι’ αυτό και γεννήθηκαν τόσα παιδιά το ’45 και το ’46...
Παρότι η Αθήνα, όπως και όλη η Ελλάδα, ιδίως η επαρχία, έβγαιναν ερειπωμένες... Δεν υπήρχαν φάρμακα, δεν υπήρχαν τρόφιμα, η μαύρη αγορά συνεχιζόταν αμείωτη... Κι όμως, η ζωή ξανάπαιρνε πάνω της, όπως το βλαστάρι από το καμένο δέντρο.
Δεν το πολυθυμάμαι, αλλά έπαθα μια γερή πνευμονία, με υψηλό πυρετό, η μητέρα μου έτρεχε σ’ όλη την πόλη επί τέσσερις μέρες για να βρει ενέσεις πενικιλίνης.
Εγώ επέζησα, αλλά πόσα άλλα παιδιά τα κατάφεραν;
● Και η γειτονιά σας; Πώς ήταν;
Αναμφίβολα, η συνοικία του Γκύζη, το περιβάλλον και ο κόσμος της, έπαιξαν ένα ρόλο στη διαμόρφωσή μου. Ισως όχι μεγάλο και όχι άμεσα συνειδητό. Εμεινα ώς το ’52 εκεί.
Ξέρετε, τα πέριξ της πλατείας του Γκύζη, προς τα Τουρκοβούνια και προς τις παλιές φυλακές Αβέρωφ, υπήρξαν θέατρο πολλών συγκρούσεων.
Μιλάω για τα Δεκεμβριανά κυρίως. Εχω ζωντανές πρώιμες εικόνες από παρεπόμενα, από εκρήξεις ναρκών που ήταν θαμμένες ρηχά στο χώμα των δρόμων και με τις βροχές έβγαιναν έξω... σκότωναν ή ακρωτηρίαζαν ανθρώπους, τίναζαν αυτοκίνητα…
Υπάρχει και μία ανάμνηση που την έχω καταγράψει -ελπίζω να βγουν κάποια στιγμή αυτά τα γραπτά- από την πλατεία, εκεί όπου υπήρχαν και εξακολουθούν να υπάρχουν οι ευκάλυπτοι, η γη ήταν ανασκαμμένη.
Κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών είχανε θάψει εκεί αρκετούς από τους αντιμαχόμενους. Τους ξέθαβαν, λοιπόν, είμαστε στο '46-'47, μήπως και μπορέσουν να γίνουν αναγνωρίσεις από τους συγγενείς τους.
Θυμάμαι σαν σε όνειρο τις μαυροφορεμένες γυναίκες μαζεμένες γύρω στην πλατεία. Και ακόμα να βλέπω μέσα στο σούρουπο, από τον οδό Κοντογιανναίων όπου έμενα, κάτω την πλατεία, κάπως αμφιθεατρικά, με τα κεριά και τα φαναράκια πάνω στο ξανασκαμμένο της χώμα...
● Και αφού φύγατε από εκεί, πού πήγατε;
Στο σημερινό Νέο Ψυχικό, σε μια περιοχή που τότε λεγόταν Κρημνίτσα, αυλακωμένη από χειμάρρους που κατέβαιναν από το Μαρούσι και πλημμύριζαν τα πάντα, με εκτάσεις θάμνων και πεύκων, με χελώνες και κοπάδια αιγοπροβάτων.
Εκεί είχε ένα σπίτι η γιαγιά μου, χτισμένο το 1929, με μεγάλο κήπο οπωροφόρων, οριοθετημένο με ρίζες δεντρολίβανου.
Εζησα σ’ αυτό το σπίτι μερικά ευτυχισμένα χρόνια, παρά την απερίγραπτη φτώχεια της οικογένειάς μου. Αραιοκατοικημένο μέρος, με το ένα σπίτι να απέχει από το άλλο εκατοντάδες μέτρα... Επειτα ήρθε η εφηβεία, η επιθετική τάση για αποδράσεις.
Εφυγα, αλλά όπως συνήθως όλα κάνουν τον κύκλο τους, κάποια στιγμή με τράβηξε πάλι εκεί η ανάμνηση του τόπου.
Πολλές φορές βγαίνω το πρωί και αντικρίζω στα δεξιά μου τον Υμηττό και στιγμιαία έχω την εντύπωση ότι ανάμεσα σε μένα και σ’ εκείνον το μόνο που εκτείνεται είναι οι ίδιες θαμνώδεις εκτάσεις του ’50...
● Τι διαβάζατε τότε;
Δεν είχα βιβλία, δεν υπήρχε δυνατότητα αγοράς τους, αλλά και δεν μου έλειψαν καθώς απουσίαζαν από τα γύρω σπίτια, όμως από το ’51 δεν παρέλειπε ο πατέρας μου να μου παίρνει τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα».
Προς το τέλος του Δημοτικού έγινε αυτό που κατά κάποιον τρόπο μού άλλαξε ή μου έδειξε τον δρόμο: ανακάλυψα κάτω από μια σκάλα ένα κασόνι με ξεχασμένα βιβλία του πατέρα μου. Ηταν ό,τι και ένας θησαυρός...
● Τι είχε μέσα το κασόνι;
Παλιούς τόμους της «Διαπλάσεως των Παίδων» από τα τέλη του 19ου αιώνα, μικρές εκδόσεις διηγημάτων που έβγαιναν στη δεκαετία του ’20 και του ’30 στην Αθήνα, αλλά και ξενόγλωσσα, όπως και ελληνικά περιοδικά…
Για μεγάλο διάστημα, μήνες, περνούσα ώρες στην αποθήκη διαβάζοντας παθιασμένα ό,τι έπεφτε στο χέρι μου από τον σωρό, αν και στο μεγαλύτερο μέρος τους ήταν γραμμένα στην καθαρεύουσα.
Δεν ξέρω τι ακριβώς ήταν ο πατέρας μου, πέθανε όταν ήμουν στα δεκαπέντε και δεν πρόλαβα να κάνω μαζί του ούτε μία ουσιαστική συζήτηση.
Με τα μέτρα του καιρού εκείνου ήταν μάλλον ένας λόγιος, τον είχε όμως τσακίσει η αρρώστια και η ανέχεια.
Αγαπούσε τη μουσική, το μουσικό θέατρο, ζωγράφιζε, του άρεσε το ξενύχτι· δεν θα έλεγα ότι ήταν ιδιαίτερα προσγειωμένος στην καθημερινότητα.
● Στην ηλικία-σταθμό για όλους μας, τα 18, πού σας βρίσκουμε;
Εχουν προηγηθεί μια εξαιρετικά επιθετική εφηβεία –άλλαξα πέντε σχολεία σε τρία χρόνια– και δύο μεγάλες διαμονές μου στο εξωτερικό – στο Βέλγιο και στην Αυστρία.
Στο Βέλγιο, στην Αμβέρσα, όπου ζούσε η γιαγιά μου, έμεινα έναν ολόκληρο χρόνο, το ’57, κι έπειτα, το ’60, ξαναέφυγα για την Αυστρία κι έζησα εκεί περίπου δύο χρόνια, με πολλές όμως εναντιώσεις στα σχέδια της οικογένειάς μου.
● Σας έδωσαν κάτι αυτά τα σχολεία του εξωτερικού που μπορεί και να ευγνωμονείτε;
Λίγα πράγματα. Ισως την πειθαρχία. Ημουν μια κινούμενη άρνηση, ένα παιδί φύσει ανεξάρτητο, έτοιμο να κάνει τη μεγαλύτερη παλαβομάρα.
Πολύ δύσκολα μπορούσα να μείνω σ’ ένα μέρος. Εκεί σιγά σιγά άρχισα να σκέπτομαι κάποια πράγματα.
Το ότι δεν είμαι εγώ κι ο εαυτός μου, το να προσέχω τη γνώμη του άλλου. Δεν είναι λίγα αυτά...
● Πειθαρχία και ελευθερία πάνε μαζί;
Κοιτάξτε, αν είμαστε καλοί παρατηρητές της φύσης, που οι περισσότεροι τη βλέπουμε σαν καρτ ποστάλ, θα διαπιστώσουμε ότι ναι, πειθαρχία και ελευθερία πάνε μαζί.
Βέβαια, αυτή τη συνύφανση, αυτή την ισορροπία, η φύση δεν την καταλαβαίνει, απλώς την ακολουθεί και την ενσωματώνει, όπως την ανάσα.
Ενας από τους ιδιοφυέστερους των συγγραφέων, ο Αλμπέρ Καμί, έχει πει αποκαλυπτικά πράγματα γι’ αυτή την ισορροπία ελευθερίας και πειθαρχίας, στον «Ξένο», αλλά και στα δοκίμιά του.
● Και όταν γυρίσατε;
Γύρισα στην Ελλάδα το ’63.
● Την εποχή που πολιτικά η Ελλάδα είναι αναστατωμένη με τον Λαμπράκη και άλλες καταστάσεις. Πώς τα είδατε τα πράγματα;
Στην αρχή τα έχασα. Ερχόμουν από έναν άλλο κόσμο, έναν κόσμο σύνθεσης. Ξέρετε, πολύ αργότερα κατάλαβα ότι ο καλύτερος τρόπος για να αντιληφθείς μια κοινωνία σε δεδομένη στιγμή είναι να μάθεις αρκετά για την κατεξοχήν θρησκεία της και να επισκεφτείς τις εκκλησίες της!
Μπορεί μια μη προτεσταντική Ελλάδα να έχει σχέση με την παιδεία και τη σύνθεση;Νομίζω ένα τέτοιο ερώτημα πάνω κάτω έκανε κι ο ένθερμος προτεστάντης, ο Κοραής.
Λοιπόν, για να έρθουμε πάλι στην επάνοδό μου, αληθινά δεν ήξερα τι να κάνω.
Το πνεύμα της ελληνικής μεθόδου με βρήκε εκεί που δεν το περίμενα... μια μέρα με πλησίασε στο λεωφορείο ένας καθοδηγητής... ήταν συνηθισμένα αυτά τότε.
● Πώς πήρατε την απόφαση να σπουδάσετε οικονομικά;
Κοιτάξτε, δεν ήθελα να γίνω φιλόλογος. Με απωθούσε η προσκόλληση στο γράμμα των κειμένων. Μόνο έναν φιλόλογο θυμάμαι μ’ ευγνωμοσύνη, έναν Ζακυνθινό, τον Παναγιώτη Μπελούση.
Αυτός με έκανε να αγαπήσω την αρχαία τραγική ποίηση, δίδασκε προσαρμόζοντας τα θέματά της στον κόσμο μας.
Αν υπήρχαν την εποχή εκείνη σοβαρές κοινωνιολογικές σπουδές, θα πήγαινα προς τα εκεί. Ο,τι πλησίαζε περισσότερο στα ενδιαφέροντά μου ήταν η Πολιτική Οικονομία.
Θυμάμαι πως όταν άρχισα να φοιτώ στο δεύτερο έτος είχα καταλάβει ότι προετοιμαζόμουν απλώς να χωθώ για την υπόλοιπη ζωή μου σ’ ένα λογιστικό γραφείο ή σε κάτι παρεμφερές. Δούλεψα εφτά χρόνια και μετά είπα: δεν πάει άλλο.
● Αυτά μέχρι και λίγο μετά τη χούντα. Θυμάστε εκείνη τη νύχτα που ήρθε;
Ναι, λίγο μετά, ώς το ’75. Η χούντα με βρήκε στη Θεσσαλονίκη. Στο Πανεπιστήμιο. Ηταν τρεις μήνες που είχα απολυθεί από τον στρατό και είχα περάσει από την πειθαρχία στην αεικίνητη συμμετοχή.
Δεν ήταν κάτι το πολύ ξαφνικό, οι εφημερίδες επανέρχονταν διαρκώς στο ενδεχόμενο. Υπήρχε πολύ μεγάλη ένταση πριν από εκείνη τη μέρα. Τι να σας πω!
Από το πρωί ώς το βράδυ τρέχαμε από συγκέντρωση σε συγκέντρωση, από πορεία σε πορεία, καθημερινές συγκρούσεις με τους χωροφύλακες…
Το πρωί, μετά την εκδήλωση του πραξικοπήματος, με ξύπνησαν οι πλαϊνοί συμφοιτητές μου, βγήκα έξω τρέχοντας, τα πεζοδρόμια στην Εγνατία ήταν γεμάτα κόσμο, από το βάθος του δρόμου είδα να έρχεται μια φάλαγγα της Ιατρικής Στρατιωτικής Σχολής, ήταν οπλισμένοι και κρατούσαν πυρσούς: απ’ όπου περνούσαν τους συνόδευαν ζητωκραυγές κι ένα παρατεταμένο χειροκρότημα!
● Πότε αρχίσατε να γράφετε δικά σας πράγματα;
Από τότε που γύρισα στην Ελλάδα. Είχα γράψει ένα διήγημα το ’63, το ’66 έβγαλα σε πολύγραφο μία συλλογή ποιημάτων μου, σε πολύ λίγα αντίτυπα.
Χρειάστηκα περίπου ένα χρόνο μετά το πραξικόπημα για να ξεφύγω από την αδράνεια. Διάβαζα όμως πολύ, σχεδόν βουλιμικά.
Εφημερίδες, περιοδικά, βιβλία, προπάντων ξενόγλωσσα, γαλλικά κι αγγλικά. Υπήρχε ένα πολύ ενημερωμένο βιβλιοπωλείο, της οικογένειας Μόλχο, και από εκεί αγόραζα ξένη λογοτεχνία που είχε μείνει επί χρόνια στα αζήτητα. Ακόμα άκοπα βιβλία, 20 ή και 30 ετών.
Για μεγάλο διάστημα διάβαζα και κρατούσα σημειώσεις.
Κάποια στιγμή γέμισαν τα συρτάρια μου και σκέφτηκα μήπως θα έπρεπε να δώσω ένα σχήμα στις αναγνωστικές μου εμπειρίες, να προχωρήσω σε μια σύνθεση.
Το πρώτο κείμενο που έδωσα στην εφημερίδα Θεσσαλονίκη, στον έκτοτε φίλο μου Κώστα Λαχά, ήταν το ’69 και ως θέμα του είχε τον Κάφκα.
● Φαντάζομαι ότι τότε βρήκατε τι ήταν αυτό που σας γέμιζε και θέλατε να κάνετε στη ζωή σας.
Ναι, έτσι είναι. Αλλά να σας πω με την ευκαιρία ότι οι σπουδές μου στην Πολιτική Οικονομία δεν πήγαν τελείως χαμένες.
Γράφοντας, στην αρχή με πυρετώδη και κατακλυσμικό τρόπο, μη γνωρίζοντας καλά καλά τι θα έκανα μ’ αυτές τις σημειώσεις μου, που όλο και αύξαιναν, είδα ότι, επειδή ακριβώς ήμουν ακαθοδήγητος σ’ αυτό που έκανα, οι σπουδές είναι που με έσπρωξαν να υιοθετήσω το πνεύμα μιας μεθόδου.
● Θέλει σθένος η κριτική;
Ναι, έτσι νομίζω. Ο ρόλος της πρέπει να είναι παρεμβατικός, να ανοίγει έναν διάλογο ουσιαστικό τόσο με τα καλά όσο και με τα λιγότερο καλά βιβλία.
Να μην επαινεί ό,τι πέφτει στα χέρια της, αλλά και να μην έχει έτοιμο τον ψόγο. Ιδίως, να μην έχει προκαταλήψεις, ηθικές, ιδεολογικές, πολιτικές, προσωπικές. Να λέει ορθά κοφτά τη γνώμη της. Δύσκολα πράγματα δηλαδή.
Ο,τι επικρατεί σήμερα, όχι μόνο στις σελίδες των ηλεκτρονικών περιοδικών, που εξαρτάται η επιβίωσή τους από τα «δωρήματα» των εκδοτών και των αυτοεκδιδόμενων συγγραφέων, αλλά και στις μελέτες των πανεπιστημιακών, σχεδόν σαρωτικά, είναι η άνευ όρων αποδοχή, ο διθυραμβικά επαινετικός λόγος, η απουσία αξιολόγησης.
Πολύ συχνά με πιάνουν τα γέλια: επιτέλους τα καταφέραμε ώστε η εκδοτική μηχανή να μας γεμίζει συνεχώς αριστουργήματα.
Ανεξάρτητα από το αν ορισμένα από αυτά τα αριστουργήματα είναι για πέταμα!
● Γιατί το μεγάλο αναγνωστικό κοινό, κατά τη γνώμη σας, δεν έμαθε να διαβάζει; Δεν έχουμε μεγάλο αναγνωστικό κοινό.
Κοιτάξτε, το αναγνωστικό κοινό είναι χωρισμένο σε δεκάδες μικρότερα κοινά! Δεν υπάρχει ένα κοινό, όπως δεν υπάρχει και ένα γούστο. Δεν λέω κάτι το πρωτότυπο.
Εχουν ειπωθεί όλα αυτά εδώ και δεκαετίες από τους κοινωνιολόγους της Σχολής της Φρανκφούρτης, από τον Αγγλο Ρέιμοντ Ουίλιαμς, από τον Τσβετάν Τοντόροφ...
Οσοι λ.χ. διαβάζουν ποίηση, δεν είναι υποχρεωμένοι να διαβάζουν αστυνομική λογοτεχνία ή το ανάποδο.
Βέβαια, η ελληνική κοινωνία, όπως και το κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας της ανάγνωσης, είναι κάπως χύμα. Ολοι ασχολούνται με όλα!
Αυτό που νομίζω ότι χρειάζεται είναι να εμβαθύνουμε, να παιδευτούμε, στο κομμάτι που μας ενδιαφέρει περισσότερο...
● Κύριε Ζήρα, έχετε μια «βαριά» υπογραφή στον χώρο της λογοτεχνικής κριτικής. Μπορείτε να μας πείτε αν έχετε αδικήσει ποτέ κάποιον;
Μα και βέβαια. Εχω μείνει πολλές φορές άγρυπνος, μεμφόμενος τον εαυτό μου ότι αδίκησε… Είτε επειδή έκρινα επί τροχάδην ή επειδή δεν επανήλθα.
Πρέπει να έχουμε, όσοι ελάχιστοι απομείναμε στον χώρο της κριτικής, τη γενναιότητα της επιστροφής. Το θάρρος να αναγνωρίσουμε τα λάθη μας.
Δεν αρκεί ο ανοιχτός διάλογος με τα έργα· καλό είναι να συνοδεύεται από παράπλευρους διαλόγους με ό,τι γράφουν άλλοι γι’ αυτά τα έργα.
● Αν απόψε το βράδυ μπορούσατε να έρθετε για ένα κρασί σ’ αυτό το τραπέζι, ποιους θα καλούσατε για να σας συντροφέψουν;
Θα προσκαλούσα ιδιαίτερα τον Αρη Αλεξάνδρου, είναι η πιο τραγική ψυχή της σύγχρονης λογοτεχνίας μας. Τραγικότερη ίσως και από αυτήν του Καρυωτάκη.
Κι έπειτα, ας έρχονταν στην παρέα ο Δημήτρης Χατζής, ο Τάσος Λειβαδίτης...
Ξέρω ότι και να καλούσα τον Παπαδιαμάντη, εκείνος θα έμενε άφαντος, ίσως άφαντος να έμενε και ο οξυνούστερος των κριτικών μας, ο Τέλλος Αγρας.
● Θα θέλατε και κάποιον από τους συγγενείς σας;
Είναι περίεργο, αλλά τελευταία το σκεφτόμουν αυτό. Ξέρετε, συμφιλιώθηκα με τη μητέρα μου μόνο όταν την είδα νεκρή.
Συμφιλιώθηκα με τα χρόνια της άγριας και ακατάδεχτης εφηβείας μου, όταν εκείνη ερχόταν διαρκώς μπροστά μου, εμποδίζοντάς με.
Αυτό που ήταν απολύτως λυτρωτικό για μένα, για τις αβυσσαλέες διαφορές μας, ήταν η εικόνα της, όταν την έγδυσαν μπροστά μου από το γραφείο τελετών. Πρώτη φορά την έβλεπα γυμνή.
Οτιδήποτε υπήρξε στο παρελθόν, οι αντιπαλότητές μας που την κράτησαν απόμακρη σ’ όλη της τη ζωή, έλιωσαν και χάθηκαν μέσα σ’ εκείνη την οριακή εικόνα.
Δεν έκλαψα με τον θάνατό της, αλλά ούτε κι όταν πέθανε ο πατέρας μου έκλαψα. Οταν πέθανε δεν ήμουν εδώ. Μου έστειλε η μητέρα μου ένα τηλεγράφημα να έρθω για την κηδεία, όμως βρισκόμουν πολύ μακριά, δεν προλάβαινα.
Τον έκλαψα αργότερα, εντελώς ξαφνικά, χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος, έπειτα από ένα μήνα ή και περισσότερο, ενώ καθόμουν στο δωμάτιο ενός οικοτροφείου.
Έντυπη έκδοση // http://www.efsyn.gr/arthro/i-diakomodisi-einai-i-ypertati-kritiki-praxi
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου