~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
...........................................................*ειδήσεις, νέα και ρεπορτάζ από τον χώρο της λογοτεχνίας
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Αρχείο Καβάφη

Αρχείο Καβάφη
Η ηλεκτρονική έκδοση του Αρχείου Καβάφη είναι έργο του Σπουδαστηρίου και ιδιοκτησία του Ιδρύματος Ωνάση. Περιλαμβάνει όλα τα έργα του ποιητή και πλούσιο ανέκδοτο υλικό, όπως αυτό προκύπτει από την συνεχιζόμενη μελέτη του Αρχείου του. Περιλαμβάνει επίσης γενικές πληροφορίες για τον Καβάφη, αλλά και ειδικότερες για την πρόσληψη και απήχηση της Καβαφικής ποίησης παγκοσμίως.

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2018

Αμάντα Μιχαλοπούλου, ο τίτλος του νέου μυθιστορήματος "Μπαρόκ" κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Καστανιώτη

 ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ 

Φωτογραφία: Δημήτρης Τσουμπλέκας 


Η Αμάντα Μιχαλοπούλου συνομιλεί  με τη Χαριτίνη Μαλισσόβα*

Η Αμάντα Μιχαλοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Γαλλική Φιλολογία στην Αθήνα και Δημοσιογραφία στο Παρίσι. Αρθρογραφούσε επί χρόνια στην εφημερίδα Καθημερινή. Έχει γράψει οχτώ μυθιστορήματα, τρεις συλλογές διηγημάτων και αρκετά παιδικά βιβλία. Τιμήθηκε με το Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού Διαβάζω για το Γιάντες (1996), το Βραβείο Διεθνούς Λογοτεχνίας του Αμερικανικού Ομοσπονδιακού Ιδρύματος Τεχνών και το Liberis Liber των ανεξάρτητων Καταλανών εκδοτών για το Θα ήθελα (2005), καθώς και το Βραβείο Διηγήματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών για τη Λαμπερή μέρα (2012). Έργα της έχουν ανέβει στο θέατρο και έχουν μεταφραστεί σε δεκαπέντε γλώσσες. Πιο πρόσφατη μετάφραση, το διήγημά της «Μεσοποταμία» στον τόμο Best European Fiction 2018 (Dalkey Archive). Έχει διδάξει δημιουργική γραφή στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, στο Βρετανικό Συμβούλιο, στο Μουσείο Ηρακλειδών, στην Πύρνα και στην Artens. Η συζήτησή μας έγινε με αφορμή το νέο της μυθιστόρημα, Μπαρόκ, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.
Μπαρόκ, ο τίτλος του νέου σας μυθιστορήματος. Θέλετε να μας δώσετε κάποια στοιχεία;
Είναι η ιστορία μιας γυναίκας που μικραίνει αντί να μεγαλώνει, βαδίζει από τα πενήντα της χρόνια προς τα πίσω, προς τη νεότητά της, συναντώντας παλιότερες εκδοχές του εαυτού της. Σε κάθε κεφάλαιο διαβάζουμε μια ιστορία που ανταποκρίνεται σε μια χρονιά της ζωής της και συμπυκνώνει κατά κάποιον τρόπο όσα της συνέβησαν, όσα έμαθε ζώντας.
Γιατί ξεκινήσατε από την ηλικία των πενήντα μέχρι και την ηλικία μηδέν; Αφού η ζωή συνεχίζεται…
Ξεκινάω από μια ηλικία που ξέρω καλά, επειδή γιόρτασα τα πενήντα μου χρόνια πρόσφατα, είμαι κι εγώ «μισόν αιώνα άνθρωπος», που έλεγε και ο Αντώνης Σουρούνης. Η ζωή δεν είναι γραμμική και δεν ξέρουμε πόσο θα ζήσουμε. Ήθελα να γράψω για όσα ξέρω, για όσα συνέβησαν ήδη. Και για όσα θα μπορούσαν να έχουν συμβεί, επειδή δεν ζούμε μόνο με γεγονότα αλλά και με φαντασιώσεις και με ψευδαισθήσεις, συχνά πιο ισχυρές από την πραγματικότητα.
Πόσο ελκυστικό αλλά και επισφαλές είναι για έναν ή μια συγγραφέα να χρησιμοποιεί ως πρωταγωνιστικό πρόσωπο του βιβλίου τον εαυτό του/της;
Όπως το λέτε, ελκυστικό και επισφαλές. Γι’ αυτό, εδώ και χρόνια έκανα ένα βήμα μπροστά και δυο πίσω γράφοντας αυτό το μυθιστόρημα. Υπερίσχυσε η περιέργειά μου: πώς αφηγείται κανείς, αναρωτιόμουν, χρησιμοποιώντας τον εαυτό του ως πειραματόζωο; Στο μεταίχμιο μυθοπλασίας και αυτοβιογραφίας; Ζούμε τελικά τη ζωή μας ως μυθιστόρημα; Αυτά ήταν τα ερωτήματα που με απασχόλησαν. Αυτά και το παιχνίδι με την ταυτότητα. Όταν ας πούμε ο Ε.Χ. Γονατάς έγραφε «Για το χρώμα του μελανιού στα γράμματα του Νίκου Καχτίτση» μας μάθαινε πολλά για το αυτοβιογραφικό παιχνίδι. Ήταν σαν να λέει, θα γράψω για έναν φίλο και συνάδελφο με τον οποίο πράγματι αλληλογραφούσα, έτσι ώστε να εντείνω την αληθοφάνεια μιας επινοημένης τελικά ιστορίας.
~~~~~~~~~~~~~~
Η απόσταση δεν αναχαιτίζει τις αναμνήσεις, αλλά τις τοποθετεί στο μικροσκόπιο, βάζει ανάμεσα σε μας και στα όσα ζήσαμε ένα προστατευτικό φίλτρο που μας μεταφέρει ψυχικά στη θέση ενός τριτοπρόσωπου αφηγητή, ενός ερευνητή που αγαπάει το πεδίο της έρευνάς του και συμπάσχει όσο χρειάζεται, όχι υπερβολικά όμως.
~~~~~~~~~~~~~~
Μπήκατε στη διαδικασία να περικόψετε στοιχεία που ενδεχομένως να έδιναν περισσότερες πληροφορίες στους αναγνώστες σας από όσες θα θέλατε;
Ναι – όχι για να αυτολογοκριθώ, θέλω να πιστεύω, αλλά για να υπηρετήσω την οικονομία του κειμένου. Δηλαδή αν κάτι ήταν ενδιαφέρον και εντυπωσιακό αλλά δεν σχετιζόταν με την αφήγηση, έπρεπε αναγκαστικά να μείνει απ’ έξω. Το κριτήριο ήταν η αφηγηματικότητα και η προοικονομία. Η οποία όπως διαπίστωσα λειτουργεί και ανάποδα, όταν σκαλίζουμε το παρελθόν και ψάχνουμε να βρούμε τι μας προετοίμασε για όσα ζήσαμε και σε ποιον βαθμό η ζωή μας είναι αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Ποιος είναι ο ρόλος της ελεύθερης βούλησης και της μοίρας.
Τα πενήντα χρόνια είναι θεωρητικά η ηλικία της ωριμότητας, του επαναπροσδιορισμού της αυτοκριτικής αλλά και της νοσταλγίας, στοιχεία που εντόπισε η δική μου ανάγνωση. Συμφωνείτε;
Απολύτως. Η νοσταλγία όμως είναι κακός σύμβουλος, επειδή βάζει μπροστά μια μηχανή εξιδανίκευσης. Χρειάζεται μια απόσταση από όσα ζήσαμε, ένα πάγωμα της καρδιάς. Κι αυτό δεν είναι ψυχρότητα, αντιθέτως. Η απόσταση δεν αναχαιτίζει τις αναμνήσεις, αλλά τις τοποθετεί στο μικροσκόπιο, βάζει ανάμεσα σε μας και στα όσα ζήσαμε ένα προστατευτικό φίλτρο που μας μεταφέρει ψυχικά στη θέση ενός τριτοπρόσωπου αφηγητή, ενός ερευνητή που αγαπάει το πεδίο της έρευνάς του και συμπάσχει όσο χρειάζεται, όχι υπερβολικά όμως.
«Ο εαυτός είναι εξίσου περίπλοκος με το Σύμπαν», γράφετε στο πρώτο κεφάλαιο. Είμαστε εντέλει σε μια μόνιμη αναζήτηση του εαυτού;
Των εαυτών, καλύτερα. Δεν είναι ένας ο εαυτός μας – αλλιώς αφηγείται το υστερόβουλο εγώ κι αλλιώς το προδομένο, αλλιώς ο εαυτός που πενθεί κι αλλιώς εκείνος που ερωτεύεται. Θα έχετε παρατηρήσει ότι συνήθως διηγούμαστε την ιστορία μας ανεκδοτολογικά, προσπαθώντας να αποδείξουμε κάτι – πως είμαστε γενναίοι ή ταλαιπωρημένοι από τη ζωή ή ενδιαφέροντες. Οι περισσότεροι αναγνώστες που με πλησιάζουν στο τέλος μιας εκδήλωσης λένε: «Αν σου πω την ιστορία μου, θα γράψεις βιβλίο». Εννοούν ότι η ζωή τους είναι δραματική και συναρπαστική. Κι έχουν δίκιο. Η αγαπημένη μου δραστηριότητα στο μετρό ή στην ουρά της τράπεζας είναι να λαθρακούω τις ιστορίες των άλλων.
~~~~~~~~~~~~~~
Δεν είναι ένας ο εαυτός μας – αλλιώς αφηγείται το υστερόβουλο εγώ κι αλλιώς το προδομένο, αλλιώς ο εαυτός που πενθεί κι αλλιώς εκείνος που ερωτεύεται. Θα έχετε παρατηρήσει ότι συνήθως διηγούμαστε την ιστορία μας ανεκδοτολογικά, προσπαθώντας να αποδείξουμε κάτι – πως είμαστε γενναίοι ή ταλαιπωρημένοι από τη ζωή ή ενδιαφέροντες.
~~~~~~~~~~~~~~
Και οι αναμνήσεις μας; Πόσο διαφέρει η οπτική μας προς αυτές με το πέρασμα των χρόνων;
Ο λόγος που διηγούμαστε ξανά και ξανά τραγικές ιστορίες είναι για να συμφιλιωθούμε με το παρελθόν μας. Όπως τα παραμύθια και οι μύθοι της αρχαιότητας, έτσι και οι προσωπικές μας ιστορίες είναι γεμάτες με επιστρωματώσεις συμβόλων για τον φόβο, την επιθυμία, την ανησυχία, την αγάπη. Κι αν φτάσουμε στο σημείο να διηγούμαστε σαν να συνέβη σε κάποιον άλλο η ζωή μας, τότε γινόμαστε πιο ικανοί να καταλάβουμε, να συγχωρέσουμε και να προχωρήσουμε.
Ποιες αξίες θεωρείτε αδιαπραγμάτευτες;
Την ανεκτικότητα – για την οποία δεν διακρινόμουν παλιότερα. Την ελευθερία και το αίσθημα ευθύνης απέναντι στις πράξεις μας.
Αφιερώνετε το βιβλίο στη μητέρα σας. Είναι αλήθεια ότι η μητρότητα μας κάνει να συναισθανθούμε περισσότερο τις δικές μας μητέρες;
Υποθέτω πως ναι. Αυτό δεν είναι το θέατρο της ζωής; Ξαναζούμε την ιστορία μας, ενσαρκώνοντας άλλο ρόλο.
Τα κείμενα του Μπαρόκ ανήκουν σε διαφορετικές φόρμες. Είναι τελικά το Μπαρόκ ένα παιχνίδι συγγραφής και επινόησης του εαυτού;
Επινόησης του εαυτού και επινόησης της γραφής ταυτόχρονα. Κάθε κεφάλαιο διεκδικούσε τον δικό του τρόπο γραφής: υπάρχουν αυτοδιηγητικοί και ετεροδιηγητικοί αφηγητές, θεατρική γραφή, ποίηση, αλληλογραφία, αφήγηση σε δεύτερο πρόσωπο του ενικού και πρώτο πληθυντικού, ημερολόγιο. Βλέπετε πόσοι εαυτοί μάς κατακλύζουν; Και πόσο μπαρόκ, πόσο δραματικοί είναι; Πώς συνωστίζονται και εκπτυχώνονται σαν σεντόνια που ακολουθούν το σώμα; Αυτό ήθελα να πετύχω. Ένα μπαρόκ άγαλμα σε κίνηση που να το κοιτάζεις από όλες τις μεριές και ν’ ανακαλύπτεις κάθε φορά κάτι νέο, και συγχρόνως το όλο να είναι πιο ενδιαφέρον από τα μέρη που το απαρτίζουν. Και να είναι αυτό το άγαλμα έτοιμο ανά πάσα τιμή να ξεκολλήσει από το βάθρο του και να πετάξει. Ο ορισμός του μπαρόκ, δηλαδή.

Μπαρόκ
Αμάντα Μιχαλοπούλου
Εκδόσεις Καστανιώτη
352 σελ. // Τιμή €18,00



______________
(*) Χαριτίνη Μαλισσόβα //Δημοσιεύτηκε 26 Ιουνίου 2018 στο: diastixo.gr

Δευτέρα 18 Ιουνίου 2018

Ο Εμμανουήλ Ροΐδης για τα ζώα…

ΔΙΗΓΗΜΑ

Εξ όσων ηυτύχησα ή εδυστύχησα να γνωρίσω είµαι, πιστεύω, ο µόνος άνθρωπος όστις, αν τον ωνόµαζον ζώον, δεν θα εθεώρει τούτο ως προσβολήν. Όσον συναναστρέφοµαι τα ζώα, τόσον µάλλον πείθοµαι, ότι δεν υπάρχει µμεταξύ αυτών και των ανθρώπων καµµία διαφορά, ως ηθέλησαν παραδοξολόγοι τινές να ισχυρισθώσιν, αλλά µόνον ότι τα πράγµατα, κατά τα οποία διαφέροµεν από τα ζώα, δεν αποδεικνύουν όλα την ανθρωπίνην υπεροχήν. Το κυρίως διακρίνον αυτά από ηµάς είναι ότι παρέλαβον από τους ανθρώπους όσα έχουσιν ούτοι καλά, και απέφυγαν να µιµηθώσι τα άχρηστα, τα επιβλαβή και τα γελοία. Ουδέποτε έγεινε λόγος μεταξύ αυτών περί επισκέψεων του νέου έτους, ούτε περί καπνίσματος, ούτε περί φόρου επί του καπνού ή οιουδήποτε άλλου· δεν χαρτοπαικτούσι, δεν πίνουσι παρά νερόν ή γάλα όταν είναι µικρά· δεν συντηρούν στρατούς, αγνοούν τι θα ειπή πατρίς και ιδιοκτησία, και εκ τούτου ούτε δίκας εγείρουσιν ούτε κινούσι πολέµους, αλλά µόνον µονοµαχίας περί πραγμάτων τα οποία ενδιαφέρουσιν αυτά αµέσως και προσωπικώς, περί της νοµής λ.χ. πολυχλόου τινός λειµώνος ή της ευνοίας ωραίας τινός οµοφύλου των, γάτας, σκύλας, λεαίνης, φοράδας ή ελαφίνας.
Και αυτούς τους οικογενειακούς δεσµούς περιώρισαν εις µόνους τους αναγκαίους και τους µη οχληρούς. Έχουσι µεν πατέρα και µητέρα, ούτε θείους όµως ούτε εξαδέλφους ούτε εγγόνους, και το κυριώτερον ούτε πενθερούς ούτε πενθεράς. Ζώντα κατά το ευαγγελικόν παράγγελµα µε ό, τι στείλη εις αυτά η πρόνοια του Θεού, δεν υπόκεινται εις την υποχρέωσιν να συντάξωσι διαθήκην και αγνοούσιν ότι υπάρχουσιν εις τον κόσµον συμβολαιογράφοι, όπως και δήµιοι, δικαστήρια, ιατροί, ειρκταί, στρατώνες, νοσοκοµεία, πτωχοκοµεία και οικονομικά µαγειρεία. Ταύτα λέγων ουδόλως εννοώ ν' αμφισβητήσω των πραγμάτων τούτων την χρησιμότητα και την ανάγκην, αλλά να είπω ότι δύσκολον είναι να µακαρίσωµεν τον άνθρωπον δι' όσα κατέστησεν αναγκαία η κακή ποιότης του σώµατος και της ψυχής του, ή να θεωρήσωµεν ως µικρόν πλεονέκτηµα των ζώων το να δύνανται να τρώγουν χωρίς µαγείρους, να ενδύωνται χωρίς ράπτας, να νυµφεύωνται χωρίς παπάν, να γεννώνται άνευ της βοηθείας µαµµής και ν' αποθνήσκουν άνευ της συµπράξεως του ιατρού ή του δηµίου.
Εµµανουήλ Ροΐδης
Άπαντα 5,218 εξ.
~~~~~~~~~~

Ο Εμμανουήλ Ροΐδης (28 Ιουλίου 1836 – 7 Ιανουαρίου 1904) υπήρξε σημαντικός Έλληνας λογοτέχνης. Θεωρείται ένας από τους πιο πνευματώδεις συγγραφείς που παρουσιάστηκαν στα ελληνικά γράμματα, ενώ το έργο του συγκροτείται από πολλά διαφορετικά είδη, όπως μυθιστορήματα, διηγήματα, κριτικές μελέτες, κείμενα πολιτικού περιεχομένου, μεταφράσεις και χρονογραφήματα.
Βιογραφία
Ο Εμμανουήλ Ροΐδης γεννήθηκε στις 28 Ιουλίου 1836 στην Ερμούπολη της Σύρου από εύπορους και αριστοκρατικής καταγωγής (εκ Χίου) γονείς, τον Δημήτριο Ροΐδη και Κορνηλία το γένος Ροδοκανάκη. Το 1841 η οικογένειά του μετακόμισε στην Ιταλία λόγω του διορισμού του πατέρα του σε μεγάλο εμπορικό οίκο της εποχής, με έδρα την Γένοβα, και αργότερα της υπηρεσίας του ως Γενικού Προξένου της Ελλάδας. Σε ηλικία δεκατριών ετών, και ενώ οι γονείς του είχαν εγκατασταθεί στο Ιάσιο, ο Ροΐδης επέστρεψε στην Ερμούπολη, όπου σπουδάζει εσωτερικός στο φημισμένο ελληνοαμερικανικό λύκειο Χ. Ευαγγελίδη. Συμμαθητής του ήταν ο λόγιος, συγγραφέας και έμπορος Δημήτριος Βικέλας και μαζί εξέδιδαν μια εβδομαδιαία χειρόγραφη εφημερίδα υπό τον τίτλο Μέλισσα.

Το 1855 αποφοιτώντας εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο για θεραπεία για το πρόβλημα της βαρηκοΐας που είχε εμφανιστεί από τα μαθητικά του χρόνια και συνέχισε να τον ταλαιπωρεί σε όλη τη ζωή του. Παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα φιλολογίας και φιλοσοφίας. Μετά ένα χρόνο και εξ αιτίας της επιδείνωσης της υγείας του πήγε στο Ιάσιο και το 1857 στην Βραΐλα, όπου ανέλαβε την αλληλογραφία του εμπορικού οίκου του θείου του, Δημητρίου Ροδοκανάκη. Τότε ασχολήθηκε κρυφά με τη μετάφραση του Οδοιπορικού του Σατωβριάνδου, ο θείος του όμως το αντιλήφθηκε και τον παρότρυνε να την δημοσιεύσει. Την πλήρη μετάφραση εξέδωσε το 1860, έναν χρόνο αφού είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα μαζί με την οικογένειά του. Την επόμενη χρονιά ακολούθησε τους γονείς του στην Αίγυπτο, για θεραπεία της μητέρας του, όμως μετά τον αιφνίδιο θάνατο του πατέρα του το 1862 επέστρεψε με την μητέρα του και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, αποφασισμένος να μην ακολουθήσει τις εμπορικές δραστηριότητες που του είχε αφήσει ο πατέρας του αλλά να αφοσιωθεί στην ενασχόληση με τα γράμματα.

Το 1866 ολοκλήρωσε την συγγραφή του μυθιστορήματος Πάπισσα Ιωάννα, έργο μέσα από το οποίο σατιρίζει τον κλήρο της Δυτικής Εκκλησίας την περίοδο του Μεσαίωνα. Το βιβλίο αφορίστηκε από την Ιερά Σύνοδο (αφορισμός που άρθηκε αργότερα) αλλά με τις συνεχείς πέντε εκδόσεις του κατάφερε να καταξιώσει διεθνώς τον Ροΐδη (ως διάσημο ή μάλλον διαβόητο - κατά σημείωση του Αρίστου Καμπάνη), ο οποίος τα επόμενα χρόνια συνεργάστηκε με γαλλόφωνες εφημερίδες ενώ το 1870 έγινε και διευθυντής της εφημερίδας Grece (Γκρες).

Το 1873 απώλεσε σχεδόν όλη του την περιουσία που είχε επενδύσει σε μετοχές της Εταιρίας Λαυρίου και της Πιστωτικής.

Τον Ιανουάριο του 1875 και για 18 μήνες εξέδιδε με τον Θέμο Άννινο το εβδομαδιαίο περιοδικό, χιουμοριστικό στην αρχή, σατιρικό κατόπιν, Ασμοδαίος μέσα από τις σελίδες του οποίου είχε τη δυνατότητα να σχολιάζει την δημόσια και πολιτική ζωή της Ελλάδας καθώς και να συμμετέχει ενεργά σε αυτήν. Υπέγραφε με τα ψευδώνυμα «Θεοτούμπης», «Σκνίπας» και πολλά άλλα παρόμοια, τα περισσότερα μιας μόνο χρήσεως, αφού τα ψευδώνυμα αυτά φαίνεται πως ήταν συνήθως αναγραμματισμοί φράσεων που τόνιζαν κάτι που είχε αναφερθεί στο αντίστοιχο άρθρο.[1] Kαυτηρίαζε τη κομματική συναλλαγή της εποχής του, υποστηρίζοντας όμως την πολιτική του Χαρίλαου Τρικούπη.

Το 1877 άρχισε η διαμάχη του με τον Άγγελο Βλάχο, με αφορμή ένα κριτικό του κείμενο με τίτλο «Περί Συγχρόνου Ελληνικής Ποιήσεως», στο οποίο στρεφόταν κατά του ακραίου ρομαντισμού και της πραγμάτωσής του στο έργο της Α' Αθηναϊκής Σχολής και των ποιητικών διαγωνισμών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1878 διορίστηκε έφορος στην Εθνική Βιβλιοθήκη, στην οποία εργαζόταν κατά την διάρκεια των κυβερνήσεων Τρικούπη, ενώ απολυόταν από τις κυβερνήσεις Δηλιγιάννη. Παράλληλα, εμφανιζόταν ως υπέρμαχος της δημοτικής με μια σειρά από γλωσσικές μελέτες αν και ο ίδιος έγραφε τα κείμενά του στην καθαρεύουσα. Το 1885 είχε ένα σοβαρό ατύχημα όταν τον χτύπησε μια άμαξα με αποτέλεσμα να σπάσει το σαγόνι του και να μην μπορεί να μιλήσει για μήνες. Το 1890 έχασε την ακοή του οριστικά.

Την περίοδο 1890-1900 δημοσίευσε το μεγαλύτερο μέρος του καθαρά αφηγηματικού του έργου, που περιλαμβάνει αρκετά διηγήματα. Μέχρι το τέλος της ζωής του συνεργαζόταν με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες της εποχής στα οποία δημοσίευε διηγήματα και κριτικά άρθρα.
Πέθανε στην Αθήνα, στις 7 Ιανουαρίου 1904.

* Βικιπαίδεια, η ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια που γράφουμε συμμετοχικά.