Συγγραφείς, εκδόσεις, λογοτεχνία
γράφει ο Αριστοτέλης Σαΐνης*
«Βίβα Βολιγουάη!», Ρόδης Ρούφος
http://www.efsyn.gr/arthro/ta-dekaohto-keimena-o-foyrio-nt-orsos-kai-o-mporhes-stin-ellada
Επιμέλεια κειμένου: Μισέλ Φάις
γράφει ο Αριστοτέλης Σαΐνης*
«Βίβα Βολιγουάη!», Ρόδης Ρούφος
Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους (πρέπει να) θυμόμαστε εκείνη τη σπάνια «συμπαράταξη αριστερών και δεξιών διανοούμενων» που οδήγησε, το καυτό καλοκαίρι του 1970, στην κορυφαία αντιδικτατορική έκδοση των «Δεκαοχτώ Κειμένων»: κατ’ αρχάς η αδιαμφισβήτητη ποιότητα των κειμένων και η ομορφιά της λίστας των συμμετοχών από όλο το φάσμα του δημοκρατικού τόξου, έπειτα η απουσία ανάλογων συλλογικών παρεμβάσεων σε άλλες κρίσιμες στιγμές της πολιτικής μας ιστορίας, ακόμα και αν κατανοεί κανείς τις δυσκολίες (την πλήρη απουσία φιλελεύθερων σε επαφή με την κοινωνία στο δεξιό στρατόπεδο και το από καιρό «ξέφραγο αμπέλι» της αριστεράς).
Σήμερα, ωστόσο, σκέφτομαι να προσθέσω έναν ακόμα λόγο, καθώς κάποια κείμενα του τόμου φαίνεται να συνδέονται με την αχαρτογράφητη ακόμα ελληνική πρόσληψη του πιο επιδραστικού συγγραφέα του 20ού αιώνα, η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, αποτελεί θέμα μελέτης του γράφοντος.
Είναι γνωστό ότι η μετάφραση από τον Αρη Δικταίο, το 1947, νεανικού ποιήματος του Giorgio Luigi Borges (sic!) αποτελεί την πρώτη (διαμεσολαβημένη από ιταλική πηγή) επαφή του Μπόρχες με την ελληνική γλώσσα και η παρείσφρηση μπορχεσιανών αναφορών (1964, 1967) σε σεφερικά κείμενα την πρώτη χρήση μπορχεσιανών επιχειρημάτων σε ελληνικά δοκίμια, ενώ η δημοσίευση της «Συντεχνίας» (Κέδρος, 1976) του Νάσου Βαγενά, που σηματοδοτεί την επίσημη εισαγωγή του ύφους του Μπόρχες στην ελληνική πεζογραφία, συμπίπτει με την κορύφωση της αυξανόμενης μεταφραστικής δραστηριότητας τη δεκαετία 1964-1974 (από τις μεταφράσεις κειμένων του Μπόρχες από τον Νάνο Βαλαωρίτη και τον Γ. Δ. Χουρμουζιάδη μέχρι τις πρώτες συγκεντρωτικές εκδόσεις).
Αν, μάλιστα, συνυπολογίσουμε ότι από το τρίπτυχο των κειμένων που αποτελούν τη «Συντεχνία», μόνο το τρίτο, ο «Πρόλογος στη δεύτερη έκδοση του “Ιλίγγου”», πρωτοδημοσιεύτηκε στη συλλογή, αφού το «Μενέλαος Σοϊλελμετζίδης (1894-1965)» είχε δημοσιευτεί το 1974 και το «Ο Πάτροκλος Γιατράς ή Οι ελληνικές μεταφράσεις της “Ερημης Χώρας”» ένα χρόνο πριν, η επίσημη εισαγωγή του Μπόρχες στην ελληνική δημιουργική πεζογραφία γίνεται με το πιο εντυπωσιακό είδος της πεζογραφίας του, το φανταστικό δοκίμιο ή ψευδοδοκίμιο, τον Αύγουστο του 1973, και ο Πάτροκλος Γιατράς αναγορεύεται δικαίως ο πατριάρχης μιας μακράς σειράς επιφανών διαδόχων στην ελληνική πεζογραφία.
Κάποιες απόπειρες μεταφοράς του ύφους του Μπόρχες στην ελληνική πεζογραφία της ίδιας πάνω κάτω εποχής δεν είναι άμοιρες ενδιαφέροντος. Ακόμα και αν δεν καταφέρνουν να αναχθούν στο επίπεδο της πραγματικής μίμησης, απηχούν ένα αδιόρατο «μπορχεσιανό» κλίμα.
~~~~~~~
«Χρειάστηκε να επιβληθεί πρώτα στο εξωτερικό η δόξα αυτή των νεοελληνικών γραμμάτων για να την ανακαλύψουν αργότερα, με τη συνηθισμένη καθυστέρηση, οι συμπατριώτες του» διαβάζουμε στην πρώτη παράγραφο του «Μια ελληνική δόξα», ψευδοκριτικού αφηγήματος του Ρόδη Ρούφου (1924-1972) που είχε κυκλοφορήσει πολυγραφημένο μεταξύ φίλων το 1966 (αντίτυπο εντοπίζεται και στο Αρχείο Σεφέρη, στη Γεννάδειο) και περιελήφθη στη μεταθανάτια έκδοση «Επιλογή. Λογοτεχνικά Κείμενα» (Κέδρος, Οκτώβριος 1973). Πρόκειται, σύμφωνα με παραπειστική υποσημείωση, για απόσπασμα από το δοκίμιο «El mas grande des los Griegos» του Μπόρχες, εξολοκλήρου αφιερωμένο στο «τιτάνειο φαινόμενο της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας» με το όνομα Αρκάς Ροχαλίας (1927-1961).
Απ’ όσο γνωρίζω, το κείμενο σχολιάστηκε από την κριτική μόνο μετά την έκδοση της «Συντεχνίας», ενώ η σατιρική διάσταση του Ρούφου απουσιάζει τόσο από την ανθολόγηση του Σοκόλη όσο και από το πρόσφατο αφιέρωμα της «Νέας Εστίας» (τχ. 1.856, Δεκέμβριος 2012). Πρόκειται, ωστόσο, για την πρώτη αναφορά στον Μπόρχες εντός ελληνικού μυθοπλαστικού κειμένου.
Ο Αλέξανδρος Κοτζιάς μιλά για σάτιρα με «κύριο στόχο του τα νεοελληνικά πνευματικά πράγματα και κάποια παρακμιακά φαινόμενα που παρατηρούνται στο δυτικοευρωπαϊκό πνευματικό ορίζοντα». Πράγματι το κείμενο αποτελεί καυστική σάτιρα των φιλολογικών ηθών της μεταπολεμικής Ελλάδας: από τις κριτικές διαμάχες μέχρι τη δεσπόζουσα ηθογραφική τάση της λογοτεχνίας που αβασάνιστα εξόκειλε ξαφνικά στη μίμηση των προοδευτικών τάσεων του αντιμυθιστορήματος.
Tο κείμενο για τον Ροχαλία φαίνεται, μάλιστα, να προκύπτει από σοβαρούς προβληματισμούς του δοκιμιογράφου Ρούφου. Και αναφέρομαι εδώ στο «Οι μεταμορφώσεις του Αλάριχου», που δημοσιεύεται στο πρώτο τεύχος του περιοδικού «Εποχές» και δίνει τον τίτλο στη συγκεντρωτική έκδοση των δοκιμίων του Ρούφου (Ικαρος 1971, Εστία 2018). Ο Θ. Δ. Φραγκόπουλος γράφει σχετικά με το δοκίμιο: «Ουσιαστικά πρόκειται για μια μάχη εναντίον του εκβαρβαρισμού – στην πολιτική, στην τέχνη, στον ιδιωτικό ή δημόσιο βίο» («Κτέρισμα για τον Ρόδη», Αστρολάβος/Ευθύνη, 46, 1990, σσ. 36-37). Ενώ η Αριέττα Ρ. Ρούφου, που προλογίζει την έκδοση του 1973, σημειώνει: «Η “Ελληνική δόξα” είναι γραμμένη παράλληλα σχεδόν με το δοκίμιο οι “Μεταμορφώσεις του Αλάριχου” και αποτελεί τη σατιρική του γελοιογραφία: ο ήρωάς της αντιστρέφει τον Αλάριχο (ακόμη και το όνομα Ροχαλίας αναγραμματίζει το όνομα Αλάριχος) και τον παρωδεί ως πρωτόγονο ψυχολογικό αντικαθρέφτισμά του.
Πρόθεση του κειμένου ήταν να σατιρίσει τον πνευματικό σνομπισμό που εκστασιάζεται μπροστά σε εκδηλώσεις πλαστού αυθορμητισμού και πρωτογονισμού, οι οποίες μοιάζει να οδηγούν στις “γνήσιες λαϊκές ρίζες”, ενώ στην πραγματικότητα ευνοούν την επιβράβευση της ημιμάθειας και της ανοησίας. Πλάι στον υπαρκτό και απόλυτα σεβαστό Borges παρελαύνουν, στις σημειώσεις του κειμένου, πλασματικοί σχολιαστές του Ροχαλία, που τα ονόματα όλων αποτελούν αναγραμματισμούς του Αλάριχου».
Αρκεί η παράθεση τίτλων της ποιητικής («Τα ντέρτια», «Τα ρετσινόλαδα», «Ντεκέδες») ή πεζογραφικής παραγωγής («Τα ζουμιά του Βαγγέλη Λέρα») του Ροχαλία για να καταλάβει κανείς το πνεύμα της σάτιρας. Θα μείνω μόνο στη θεατρική «Βαρβατίλα», που παραπέμπει ολοφάνερα στη «Μυρωδιά» του ίδιου του Ρούφου.
Στην «Επιλογή» περιλαμβάνονται δύο εμφανώς αλληγορικά έργα με αυτό τον τίτλο: ένα διήγημα και ένα θεατρικό που απλώνει τον διηγηματικό πυρήνα σε τρεις πράξεις. Και στα δύο ο Ρούφος περιγράφει τις τραγελαφικές καταστάσεις που προκαλούνται από μια περίεργη δυσοσμία (το καθεστώς ονομάζει ευοσμία) που έχει καταλάβει τον αέρα ενός χωριού. Στην πεζογραφική εκδοχή ο Ρούφος κρατά τη θέση του μεταφραστή, και στον «Πρόλογό» του αποδίδει το διήγημα στον Βολιγουανό συγγραφέα, Φούριο ντ’ Ορσος! Προφανής ο αναγραμματισμός του ονόματος, ολοφάνερη η παραπομπή σε βιβλία του Ρούφου (π.χ. το «Candidato para una Cruzada» είναι το «Χρονικό μιας σταυροφορίας»), διασκεδαστικές οι αναφορές στην ανύπαρκτη «Ιστορία της Ισπανόφωνης Λογοτεχνίας» του φανταστικού T. D. Franquito (= Θ. Δ. Φραγκόπουλος), ο οποίος χαρακτηρίζει τον ντ’ Ορσος «λιγότερο λογοτέχνη παρά μαχητή», αλλά και στις περίφημες «Ficciones» του Μπόρχες ο οποίος χαρακτηρίζει τον Βολιγουανό ως τον κατεξοχήν «μεταφυσικό» που, χρησιμοποιώντας κοινωνικά σύμβολα, διερευνά φιλοσοφικά και θεολογικά προβλήματα. Για παράδειγμα, ακόμα κι αν, σε πρώτο επίπεδο, η μυρωδιά συμβολίζει την κοινωνική καταπίεση, δεν θα ήταν άστοχη η ερμηνεία που θα έβλεπε κάποια «υπερφυσική τιμωρία» από το χέρι ενός «άσπλαχνου “Δημιουργού”», όπως εκείνον που στοχάστηκαν οι Γνωστικοί…
«Η μυρωδιά» είναι ένα από τα διηγήματα που, σύμφωνα με τον Φραγκόπουλο, «αφορούν στην εποχή της χούντας – αλλά και πάλι με τον έμμεσο, “μπορχεσιανό” τρόπο» και βρίσκεται στην αφετηρία της μυθολογίας της Βολιγουάης (σύνθετο της Βολιβίας και της Παραγουάης), αυτής της φανταστικής χώρας της Λατινικής Αμερικής με τα χαρακτηριστικά της υποανάπτυκτης καταπιεσμένης Ελλάδας των συνταγματαρχών στην οποία τοποθέτησε ο «πολιτικός» Ρούφος την υπόθεση αρκετών κειμένων του: από την ίδια τη «Μυρωδιά» και το διήγημα «Επί 30» μέχρι το σχεδίασμα του σατιρικού του μυθιστορήματος «Βίβα Βολιγουάη» και, φυσικά, τον «Υποψήφιο» που πρωτοδημοσιεύει το 1970, στα «Δεκαοχτώ Κείμενα».
Μια χαρτογράφηση της Βολιγουάης δεν πρέπει να αγνοήσει τρία διηγήματα που δημοσιεύονται επίσης στα «Δεκαοχτώ Κείμενα»· γιατί το παράδειγμα του Ρούφου να μιλήσει για την Ελλάδα χρησιμοποιώντας ως σκηνικό φόντο μιαν ανύπαρκτη μπανανία της Λατινικής Αμερικής φαίνεται ότι το ακολούθησε στον ίδιο τόμο όχι μόνο ο μυημένος (και συνδημιουργός της σχετικής μυθολογίας) Φραγκόπουλος, αλλά τόσο η Καίη Τσιτσέλη όσο και ο πρωτεργάτης της έκδοσης, Στρατής Τσίρκας, που ανοίγει τη συλλογή με το τελευταίο του διήγημα. Σύμφωνα πάλι με μαρτυρία του Φραγκόπουλου, τόσο η οδός Ναυάρχου Πέρες και η Πλατεία Μπολίβαρ στην «Αλλαξοκαιριά» του Τσίρκα, όσο και η Λεωφόρος Προόδου και η Πλατεία Ηρώων που διασχίζουν οι χαρακτήρες του «Μικρού διαλόγου» της Καίης Τσιτσέλη, αλλά και οι οδοδείκτες στο «Ελ Προκοραδόρ» του Φραγκόπουλου, πρέπει να τοποθετηθούν στην ανύπαρκτη Αννουσιανσιόν, πρωτεύουσα της ανυπόστατης Βολιγουάης και πατρίδα του εκτοπλασματικού Φούριο ντ’ Ορσος.
Φαίνεται πως ο Ρούφος, αρκετά πρώιμα (1966/1973), υιοθετεί μπορχεσιανούς τρόπους για να σατιρίσει τη φιλολογική κατάσταση, και γρήγορα χρησιμοποιεί σε μυθοπλαστικά συμφραζόμενα τον «έμμεσο μπορχεσιανό τρόπο» για να μιλήσει καλυμμένα για την πολιτική κατάσταση της Ελλάδας.
Είναι ενδεικτικό της έλξης που ασκεί η πεζογραφία του Μπόρχες το ότι ο «αριστερός Πιερ Μενάρ» του Βαγενά, κατά τη διατύπωση της Αλεξάνδρας Σαμουήλ, που πρωτοδημοσιεύεται δύο μόλις μήνες πριν από την επίσημη κυκλοφορία του «Αρκά Ροχαλία» του Ρούφου, προκύπτει με παρόμοιο τρόπο. Στην αφετηρία ο ενθουσιασμός μετά την επαφή με τον Μπόρχες, στην πορεία η κυριαρχία της περιρρέουσας ατμόσφαιρας: «Επεδίωκα συνειδητά να γράψω μπορχεσιανού τύπου διηγήματα με πολιτικό περιεχόμενο» λέει ο Βαγενάς σε συνέντευξή του, ακόμα και αν στη δική του περίπτωση η πολιτική διάσταση απορροφάται από τη βασική θεματική ενός ψευδοδοκιμίου για τις σχέσεις λογοτεχνίας και πραγματικότητας.
Ισως η διαφορά ανάμεσα στα δύο κείμενα να είναι αυτή της εκλεπτυσμένης παρωδίας από τη χοντροκομμένη σάτιρα. Αν, λοιπόν, ο «παρωδός» Πάτροκλος Γιατράς θεωρηθεί ο γενάρχης της ελληνικής γραμμής των αφανών απογόνων του Πιερ Μενάρ, τότε ο «σατιρικός» Αρκάς Ροχαλίας πρέπει να θεωρηθεί αρχηγέτης των Ελλήνων απογόνων του Σεσάρ Παλαδιόν τού Μπούστος Ντομέκ. Και να οι δύο ειδολογικές γραμμές, μία παρωδιακή και μία σατιρική, που διασχίζουν την ελληνική πεζογραφία καθώς αυτή εξακολουθεί να συνομιλεί με το ανυπέρβλητο παράδειγμα, τους δραστικούς «τρόπους», τα τεχνάσματα και το ύφος του μεγάλου Αργεντινού.
Νομίζω ότι το πολιτικό αυτό στοιχείο διαφοροποιεί την πρώιμη ελληνική πρόσληψη του Μπόρχες από την αντίστοιχη σε άλλες γραμματολογίες. Είμαι από αυτούς που πιστεύουν στη βαθιά ανθρωπολογική και πολιτική διάσταση του έργου του Μπόρχες, παρά τις συγγνωστές παραλείψεις και τις περίεργες δηλώσεις του. Είναι επίσης αλήθεια ότι συνήθως η μπορχεσιανή κριτική εμμένει στη μη πραγματική διάσταση του έργου του, ακόμα κι αν αυτό παραμένει αγκιστρωμένο στην πιο πραγματική πραγματικότητα, όπως αποδεικνύουν πρόσφατες μελέτες.
Οπως και να ’χει, υπάρχει μια μπορχεσιανή λύση στο παράλογο αυτό, που αφήνει ικανοποιημένους όλους… Οταν, τον Μάρτιο του 1982, η Αμαλία Παππά μεταφράζει τον «Πρόλογο στο Μισάνοιχτο ρόδο» του Μπόρχες για το όγδοο τεύχος του «Ωλήνα» του Ηλία Λάγιου, η έκδοση του περιοδικού προσθέτει την ακόλουθη σημείωση: «Το κείμενο αυτό δεν γράφτηκε από τον Borges –υμνητή του Πινοσέτ–, γραφιά νεκρό. Ισως το έγραψε –όπως θα έλεγε και ο ίδιος– “ο άλλος Borges”».
http://www.efsyn.gr/arthro/ta-dekaohto-keimena-o-foyrio-nt-orsos-kai-o-mporhes-stin-ellada
Επιμέλεια κειμένου: Μισέλ Φάις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου